- στοΐδιον
- στοΐδιον, τό, Dim. of στοά, IG11(2).146 A 69 (Delos, iv B.C.), Str. 9.1.15: cf. στῴδιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοΐδιον — και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α [στοά / στωϊά] 1. υποκορ. μικρή στοά 2.είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών … Dictionary of Greek
στοίδια — στοίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδωμάτιον — τὸ, ΜΑ 1. ο προθάλαμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «προδωμάτιον τὸ πρὸ τοῡ κοιτῶνος στοΐδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δωμάτιον «θάλαμος, κοιτώνας»] … Dictionary of Greek
στωΐδιον — ή στῴδιον, τὸ, Α βλ. στοΐδιον … Dictionary of Greek
στοιδίωι — στοιδίῳ , στοίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)